Cabins- Bright Victory

Κάθεσαι μες στο πυρομάνι των στοιχειών και χαζεύεις το εξώφυλλο απ’ το ντεμπούτο άλμπουμ των Cabins. Ξύνεις το κεφάλι κι αναρωτιέσαι τι σου θυμίζει, τι σκατά σου λέει αυτό το παράθυρο με τις γρίλιες και το αρχαίο τηλέφωνο που περιμένει ένα χέρι να το λιανίσει με απειλές.

Κάπου εκεί έξω, το βράδυ που έρχεται με βήματα φωτιάς, περιμένει τον δολοφόνο που διαβάζει ξανά και ξανά τον αείμνηστο Φύλακα της Σίκαλης ενός παράξενου συγγραφέα με το όνομα J.D. Salinger. Η ώρα είναι γαμημένη και μες στην ασυδοσία των ποτών δεν ξέρεις αν πλησιάζει η νύχτα ή αν ξημέρωσε τραχιά όταν για άλλη μια φορά εσύ αναμένεις μια καινούργια λαμπρή νίκη. Η φωτιά έτσι κι αλλιώς σε περιμένει πάντα κάτω στην κουζίνα!

Κάπου εκεί είναι που σού ‘ρχεται, αρπάζεις το τηλέφωνο και παίρνεις με αγωνία τον αγαπημένο σου συνδαιτυμόνα στις μουσικές μονομαχίες και του λες: «Λοιπόν ξέρεις τι μου θυμίζει το εξώφυλλο των Cabins; Κάτι ξεχασμένα αυστραλέζικα συγκροτήματα της δεκαετίας του ’80 που ψάχναμε σαν μανιακοί να βρούμε τα βινύλιά τους χρόνια μετά. Αυτό μου θυμίζει, είναι λες κι έχει ξεπορτίσει από τότε». Ο συνδαιτυμόνας τότε ξεφυσάει και γυρνάει εντελώς ψύχραιμα να σου πει: «Μα είναι Αυστραλοί ρε μαλάκα, μόνο που είναι φετινός ο δίσκος». Κι εσύ εντελώς ανακουφισμένος απ’ την άλλη μεριά και πίσω απ’ τις γρίλιες, με το τηλέφωνο κατεβασμένο, ανταπαντάς: «Τώρα εξηγούνται όλα»!

Τα τέσσερα παλικάρια από το Sydney, κατάφεραν χωρίς πολλά πολλά και με τις αιώνιες μουσικές συνταγές γνωρίζοντάς τες καλά, να στήσουν ένα ντεμπούτο άλμπουμ που μάλλον είναι και απ’ τα καλύτερα της χρονιάς. Και ποιές είναι αυτές οι συνταγές παρακαλώ; Απλά τα πράγματα: κιθάρα – μπάσο – τύμπανα στα στασίδια, ντέφια και πλήκτρα για αγιασμό των αμαρτωλών και τέλος το χτύπημα της μπότας κάτω όταν οι μεξικάνικες τρομπέτες καλούνε πίσω νεκρούς και γυναίκες. Δεν χρειάζεσαι παρά μονάχα 33 λεπτά, 8 αντρικές συνθέσεις και κάμποσο ιδρώτα για να φτιάξεις ένα καλό ροκ δίσκο. Οι αυστραλοί το ξέρουν καλά και πολλά χρόνια τώρα. Ρώτα τον Vertigo που γράφει ένα μανιφέστο για την σκηνή αυτή και θα μάθεις να ακούς και πάλι απ’ την αρχή τη μουσική.

Το Bright Victory ξεκινά μ’ ένα στοιχειό που σε ζαλίζει (Hounds). Ο Leroy Bressington σέρνει τη φωνή του μέσα στον άνεμο και σ’ έναν εξορκισμό από τύμπανα που δεν του κρατάνε τα γκέμια ούτε κι όταν οι κιθάρες ριφάρουν μ’ αποσιωπητικά για τα μπλουζ του ωκεανού που ακολουθούν, (Oceanic Blues). Εκεί καταλαβαίνεις πως είναι ένας γερασμένος νέος που τα είδε όλα και τίποτα δεν του είπε. Η μπάντα τον ακολουθεί σαν πιστή φαμίλια που κουβεντιάζει και κάνει ξόρκια για να σωθεί το παιδί. Μα αυτό κουβαλάει πάντα ένα βιβλίο και προσπαθεί να καταλάβει. Το βιβλίο είναι ο Φύλακας της Σίκαλης, το παιδί λέγεται Mark Chapman το τραγούδι Catcher in the rye και τα βήματα που φτιάχνουν μουσικά οι Cabins είναι για την δολοφονία ενός τύπου που φόραγε στρογγυλά γυαλιά, φανταζόταν κόσμους ειρηνικούς, έχοντας μπάντα μερικά σκαθάρια που τρέλαναν τις άλλες εποχές. Η Mary έρχεται να βάλει φωτιά στην κουζίνα, να κεράσει ουίσκι, να ασημώσει τον έρωτα κι όλα μα όλα να πάρουν φλόγα για το βράδυ έξω απ’ το παράθυρο. Που το φεγγάρι, (The Moon) μετράει αναποδιές, βάζει τον Leroy, παράπονα να πει, τρομπέτες να τα κλάψει και στριγκλιές κιθαρωδούς να τον κάνουν να πιστέψει πως η μεγάλη τρύπα τ’ ουρανού για πάντα θα του ανήκει. Κάθε που οι εχθροί κ’ οι κλέφτες κ’ οι ψίθυροι στους δρόμους θα τρέχουν κολασμένα, σ’ αμάξι σαραβαλιασμένο που τοίχους δεν υπολογίζει, βαρώντας το κεφάλι του περιμένοντας το κάτι. Εδώ δίνει ρέστα η Αυστραλία, εδώ μοιράζουν όμορφο χαρτί οι Cabins κι εδώ το παράθυρο στο εξώφυλλο βρωμάει αέρα τρυφερό από καντάρια όνειδους και σκοτεινιές που τρέχουνε για πάντα (Foes and Thieves). Το Father ripper κοπανάει για αρχή ότι βρει μπροστά του, ο Leroy στριμώχνει τους στίχους στη γωνία κ’ ύστερα παραδίνεται για να τους ξαναστριμώξει. Τα όμορφα αγόρια, όμορφα περιπλανιούνται στις σπηλιές. Θυμάσαι τα Goonies; Είναι καιρός να σε καλέσω σπίτι, με ινδιάνικους ρυθμούς και γύρω απ’ τη φωτιά να σου τα μολογήσω, (Calling you Home), θα τα πούμε όλοι κι αν συμβεί κάτι τότε καλώς το νά ‘ρθει. Περίμενε όμως λίγο γιατί ο δίσκος έχει κι άλλες τρομπέτες να στα πουν, σαν εμβατήριο τελειωτικό θα ‘ρθουν να σε ξεπλύνουν….περίμενε. Κάπως έτσι δεν τέλειωναν όλα τα γουέστερν; Με τον θάνατο να συμβαίνει πάντα τα μεσημέρια;

Οι Cabins είναι αυστραλοί, είναι τέσσερις, είναι κάτι τομάρια που βλέπουν λαμπρές νίκες, παίζουν τη μουσική που γουστάρουν, φτιάχνουν παλιομοδίτικα εξώφυλλα, ζορίζουν κλέφτες και εχθρούς, λιανίζουν το τηλέφωνο με απειλές και κανένας δεν νοιάζεται αν είναι απόγευμα ή ξημερώματα.

Εδώ είμαστε πάλι

http://tranzistor.gr/


Σχόλια